πηλόβιος

πηλόβιος
-α, -ο Ν
1. αυτός που ζει μέσα στη λάσπη
2. το αρσ. ως ουσ. κολεόπτερο έντομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + βίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”